- σπιρούνισμα
- και σπηρούνισμα, το, Ν [σπιρουνίζω]1. η κέντηση, το χτύπημα τού αλόγου με το σπιρούνι2. μτφ. έντονη προτροπή, παρακίνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπιρούνισμα — το κέντημα με σπιρούνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκέντριση — η (Α ἐγκέντρισις) (για φυτά) ενοφθαλμισμός, εμβολιασμός, μπόλιασμα νεοελλ. (για άλογα) σπιρούνισμα … Dictionary of Greek
καταπτέρνισμα — καταπτέρνισμα, τὸ (Μ) σπιρούνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πτέρνισμα (< πτερνίζω «κλοτσώ»)] … Dictionary of Greek
κρούση — Συνάντηση δύο ή περισσότερων κινούμενων σωμάτων, η οποία επιτρέπει την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ τους. Ο όρος κ. –όπως χρησιμοποιείται στη φυσική– δεν προϋποθέτει απαραίτητα την επαφή των σωμάτων. Στην κλασική μηχανική, τα προβλήματα κ.… … Dictionary of Greek